- διαβολικά
- ѓаволcки
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
διαβολικά — διαβολικός slanderous neut nom/voc/acc pl διαβολικά̱ , διαβολικός slanderous fem nom/voc/acc dual διαβολικά̱ , διαβολικός slanderous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικάς — διαβολικά̱ς , διαβολικός slanderous fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… … Dictionary of Greek
Στρίντμπεργκ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Strindberg). Σουηδός συγγραφέας και δραματουργός (Στοκχόλμη 1849 – 1912). Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνιζόμενος να σπουδάσει, να γίνει κάτι, να μπει στην ανώτερη κοινωνία. Το έργο του Σ., που είναι βασικά αυτοβιογραφικό, φέρνει τη σφραγίδα … Dictionary of Greek